- κωλυσιεργώ
- παρεμβάλλω εμπόδια, παρεμποδίζω την κανονική εξέλιξη των εργασιών συνεδρίου, βουλής κ.ά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κωλυσιεργώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κωλυσιεργώ — (Α κωλυσιεργῶ, έω) [κωλυσιεργός] νεοελλ. 1. παρεμβάλλω εμπόδια στην εξέλιξη τών εργασιών συνελεύσεως, βουλής ή άλλου σώματος 2. παρακωλύω τη συντέλεση ενός έργου αρχ. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι … Dictionary of Greek
κωλυσιεργία — η [κωλυσιεργώ] 1. παρεμβολή εμποδίων στη συντέλεση ενός έργου ή μιας διαδικασίας ή στη διακπεραίωση μιας υπόθεσης 2. σκόπιμη παρεμπόδιση τών εργασιών επιτροπής, συνεδρίου, βουλής ή άλλου σώματος ώστε να μη ληφθούν αποφάσεις ή να καθυστερήσει η… … Dictionary of Greek